Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπασαρχίδω οι σπασαρχίδες
      γενική της σπασαρχίδως των σπασαρχίδων
    αιτιατική τη σπασαρχίδω τις σπασαρχίδες
     κλητική σπασαρχίδω σπασαρχίδες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπασαρχίδω < σπασαρχίδ(ας) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπασαρχίδω θηλυκό

  • (χυδαίο) γυναίκα που έχει την ίδια συμπεριφορά με τον σπασαρχίδα
    ※  «Αν δεν ήταν τελείως άπρεπο, θα την αποκαλούσα σπασαρχίδω». «Μάλλον πάει πακέτο με τη δουλειά της». Ο φύλακας που τους είχε συνοδεύσει εμφανίστηκε ξαφνικά στην πόρτα, σαν να περίμενε σε απόσταση αναπνοής.
    Ίαν Ράνκιν, Σκελετοί στο κελάρι, μετάφραση από τα αγγλικά: Αλεξάνδρα Κονταξάκη (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006, ISBN 978-960-455-090-6) [1].

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σπασαρχίδας