Δείτε επίσης: σπανιώτατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπανιότατος η σπανιότατη το σπανιότατο
      γενική του σπανιότατου της σπανιότατης του σπανιότατου
    αιτιατική τον σπανιότατο τη σπανιότατη το σπανιότατο
     κλητική σπανιότατε σπανιότατη σπανιότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπανιότατοι οι σπανιότατες τα σπανιότατα
      γενική των σπανιότατων των σπανιότατων των σπανιότατων
    αιτιατική τους σπανιότατους τις σπανιότατες τα σπανιότατα
     κλητική σπανιότατοι σπανιότατες σπανιότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπανιότατος < υπερθετικός βαθμός του σπάνιος + -ότατος. Δείτε και το αρχαίο σπανιώτατος

  Επίθετο επεξεργασία

σπανιότατος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία