Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπανιότατος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
σπανιώτατος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπανιότατ
ος
η
σπανιότατ
η
το
σπανιότατ
ο
γενική
του
σπανιότατ
ου
της
σπανιότατ
ης
του
σπανιότατ
ου
αιτιατική
τον
σπανιότατ
ο
τη
σπανιότατ
η
το
σπανιότατ
ο
κλητική
σπανιότατ
ε
σπανιότατ
η
σπανιότατ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπανιότατ
οι
οι
σπανιότατ
ες
τα
σπανιότατ
α
γενική
των
σπανιότατ
ων
των
σπανιότατ
ων
των
σπανιότατ
ων
αιτιατική
τους
σπανιότατ
ους
τις
σπανιότατ
ες
τα
σπανιότατ
α
κλητική
σπανιότατ
οι
σπανιότατ
ες
σπανιότατ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπανιότατος
<
υπερθετικός
βαθμός
του
σπάνιος
+
-ότατος
.
Δείτε και το αρχαίο
σπανιώτατος
Επίθετο
επεξεργασία
σπανιότατος, -η, -ο
εξαιρετικά
σπάνιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπανιότατος
γαλλικά
:
rarissime
(fr)