σούμπασης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σούμπασης < (άμεσο δάνειο) τουρκική subaşı / sübaşı + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούμπασης αρσενικό
- (ιστορία) άτομο με αστυνομικά και διοικητικά καθήκοντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
σούμπασης αρσενικό