αστυνομικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
αστυνομικά < αστυνομικός + -ά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αστυνομικά
- με τον τρόπο των αστυνομικών
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αστυνομικά | ||
γενική | των | αστυνομικών | ||
αιτιατική | τα | αστυνομικά | ||
κλητική | αστυνομικά | |||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αστυνομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίρρημα
ουσιαστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αστυνομικά
- ουδέτερο του αστυνομικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού