σουφραζέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουφραζέτα | οι | σουφραζέτες |
γενική | της | σουφραζέτας | — | |
αιτιατική | τη | σουφραζέτα | τις | σουφραζέτες |
κλητική | σουφραζέτα | σουφραζέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουφραζέτα θηλυκό
- στην Αγγλία, γυναίκα που μαχόταν για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών
- φεμινίστρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουφραζέτα