Ετυμολογία

επεξεργασία
suffragette < suffrage + -ette

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sy.fʁa.ʒɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
suffragette suffragettes

suffragette (fr) θηλυκό

  1. οι γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου, σουφραζέτα
    Le mouvement des suffragettes est né en 1865 et a pris une forme militante entre 1903 et 1917.
  2. (κατ’ επέκταση) η γυναίκα διεκδικητική, δραστήρια, ενδεχομένως φεμινίστρια

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία