σουναμιτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουναμιτισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική sunamitisme[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /su.na.mi.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐να‐μι‐τι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουναμιτισμός αρσενικό
- η απαρχαιωμένη ιδέα πως για να αναζωογονηθεί ο γερασμένος οργανισμός πρέπει να αποκτήσει μια σεξουαλική επαφή με ένα άτομο νεαρής ηλικίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουναμιτισμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σουναμιτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας