Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουναμιτισμός οι σουναμιτισμοί
      γενική του σουναμιτισμού των σουναμιτισμών
    αιτιατική τον σουναμιτισμό τους σουναμιτισμούς
     κλητική σουναμιτισμέ σουναμιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουναμιτισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική sunamitisme[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /su.na.mi.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐να‐μι‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουναμιτισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία