Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουμεριακός η σουμεριακή το σουμεριακό
      γενική του σουμεριακού της σουμεριακής του σουμεριακού
    αιτιατική τον σουμεριακό τη σουμεριακή το σουμεριακό
     κλητική σουμεριακέ σουμεριακή σουμεριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουμεριακοί οι σουμεριακές τα σουμεριακά
      γενική των σουμεριακών των σουμεριακών των σουμεριακών
    αιτιατική τους σουμεριακούς τις σουμεριακές τα σουμεριακά
     κλητική σουμεριακοί σουμεριακές σουμεριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουμεριακός < Σουμέριος

  Επίθετο επεξεργασία

σουμεριακός -ή -ό ή σουμερικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία