Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σουμέριος < Σουμερία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σουμέριος

  • ο κάτοικος της αρχαίας Σουμερίας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία