σορβικό οξύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σορβικό οξύ | τα | σορβικά οξέα |
γενική | του | σορβικού οξέος | των | σορβικών οξέων |
αιτιατική | το | σορβικό οξύ | τα | σορβικά οξέα |
κλητική | σορβικό οξύ | σορβικά οξέα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σορβικό οξύ < σορβικός + οξύ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sorbic acid[1])
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασορβικό οξύ ουδέτερο
- (χημική ένωση, χημεία) οργανική χημική ένωση (CH₃(CH)₄CO₂H) που χρησιμοποιείται συχνά ως συντηρητικό τροφίμων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σορβικό οξύ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σορβικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)