σολίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σολίστας | οι | σολίστες |
γενική | του | σολίστα | των | σολιστών |
αιτιατική | τον | σολίστα | τους | σολίστες |
κλητική | σολίστα | σολίστες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σολίστας αρσενικό (θηλυκό σολίστα)
- (μουσική)
- ερμηνευτής μουσικού οργάνου (ή και τραγουδιστής) που ερμηνεύει έργο σόλο (χωρίς συνοδεία άλλων οργάνων) ή έργο όπου έχει πρωταγωνιστικό ρόλο
- ο Έλληνας σολίστας Δημήτρης Σγούρος έδωσε ρεσιτάλ πιάνου
- σολίστας στο κοντσέρτο για βιολί του Σιμπέλιους, ήταν ο Λεωνίδας Καβάκος
- χαρακτηρισμός δεξιοτέχνη εκτελεστή (ή και τραγουδιστή)
- η Τζίνα Μπαχάουερ, η Μαρίκα Παπαϊωάννου, η Ρένα Κυριακού, συγκαταλέγονταν στις μεγάλες σολίστες πιάνου
Άλλες μορφές επεξεργασία
- σολίστ (άκλιτο, αρσενικό ή θηλυκό)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σολίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας