Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σολίστ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική soliste ή την ιταλική solista [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /soˈlist/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σολίστ άκλιτο αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία