σολίστ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σολίστ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική soliste ή την ιταλική solista [1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σολίστ άκλιτο αρσενικό ή θηλυκό
- (μουσική) άλλη μορφή του σολίστας (αρσενικό) ή του θηλυκού: σολίστα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σολίστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας