σολίστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σολίστα | οι | σολίστες |
γενική | της | σολίστας | των | σολιστών |
αιτιατική | τη | σολίστα | τις | σολίστες |
κλητική | σολίστα | σολίστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σολίστα < σολίστ(ας) + -α. Δείτε και -ίστα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασολίστα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σολίστ (άκλιτο, αρσενικό ή θηλυκό)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σολίστας
σολίστα
|