σνίχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σνίχι | τα | σνίχια |
γενική | του | σνιχιού | των | σνιχιών |
αιτιατική | το | σνίχι | τα | σνίχια |
κλητική | σνίχι | σνίχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σνίχι < μεσαιωνική ελληνική ζινίχιον < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασνίχι ουδέτερο (& ζνίχι)
- (παρωχημένο) ο αυχένας, ο σβέρκος, τράχηλος
- τ' ατσαλένιο νύχι, / δόντι σιδερό, / στο κρουστό σου σνίχι / το μαυριδερό. (Κώστας Βάρναλης, Ζούγκλα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σνίχι
→ δείτε τη λέξη αυχένας |