ζνίχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζνίχι | τα | ζνίχια |
γενική | του | ζνιχιού | των | ζνιχιών |
αιτιατική | το | ζνίχι | τα | ζνίχια |
κλητική | ζνίχι | ζνίχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζνίχι < μεσαιωνική ελληνική ζινίχιον < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζνίχι ουδέτερο (& σνίχι)
- (παρωχημένο) ο αυχένας, ο σβέρκος, τράχηλος
- Στὸ ζνίχι κι ὁ Δυσσέας χτυπάει, κατὰ τ' αὐτὶ ἀποκάτου, / καὶ μέσα σπάει τὰ κόκαλα· καὶ κόκκινο αἷμα τρέχει / ἀπὸ τὸ στόμα. Βόγγησε κι ἔπεσε χάμου ὁ Ἶρος. (Όμηρος, Οδύσσεια, σ 96, μτφρ. Αργύρης Εφταλιώτης)
Παροιμίες
επεξεργασία- το φιλότιμο μαυρίζει το ζνίχι