ζινίχιον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ζινίχιον | τὰ | ζινίχιᾰ |
γενική | τοῦ | ζινιχίου | τῶν | ζινιχίων |
δοτική | τῷ | ζινιχίῳ | τοῖς | ζινιχίοις |
αιτιατική | τὸ | ζινίχιον | τὰ | ζινίχιᾰ |
κλητική ὦ! | ζινίχιον | ζινίχιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζινιχίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζινιχίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζινίχιον < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζινίχιον
- (δερμάτινο) λουρί (υποδήματος)
- Σφαιρωτήρ: σανδαλίου ζινίχιον· τὸ λωρίον τοῦ ὑποδήματος. (Φώτιος Λεξικογράφος, Λεξικό, Σ, 559, 11)
- ζνίχι