σμυριδεργατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σμυριδεργατικός < σμυριδεργάτ(ης) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασμυριδεργατικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τον σμυριδεργάτη, την εργασία, ασφάλεια, σύνταξη, υποχρεώσεις και δικαιώματά του
- "σμυριδεργατικός νόμος, σμυριδεργατική κατάσταση πληρωμής, σμυριδεργατικό ένσημο ή δικαίωμα κ.λπ.,
Σημειώσεις
επεξεργασία- στη ναξιακή διάλεκτο δινόταν ίδια σημασία στον παράλληλα σε χρήση όρο σμυριδικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σμυριδεργατικός
|