↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμυριδεργατικός η σμυριδεργατική το σμυριδεργατικό
      γενική του σμυριδεργατικού της σμυριδεργατικής του σμυριδεργατικού
    αιτιατική τον σμυριδεργατικό τη σμυριδεργατική το σμυριδεργατικό
     κλητική σμυριδεργατικέ σμυριδεργατική σμυριδεργατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμυριδεργατικοί οι σμυριδεργατικές τα σμυριδεργατικά
      γενική των σμυριδεργατικών των σμυριδεργατικών των σμυριδεργατικών
    αιτιατική τους σμυριδεργατικούς τις σμυριδεργατικές τα σμυριδεργατικά
     κλητική σμυριδεργατικοί σμυριδεργατικές σμυριδεργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμυριδεργατικός < σμυριδεργάτ(ης) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σμυριδεργατικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με τον σμυριδεργάτη, την εργασία, ασφάλεια, σύνταξη, υποχρεώσεις και δικαιώματά του
    "σμυριδεργατικός νόμος, σμυριδεργατική κατάσταση πληρωμής, σμυριδεργατικό ένσημο ή δικαίωμα κ.λπ.,

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • στη ναξιακή διάλεκτο δινόταν ίδια σημασία στον παράλληλα σε χρήση όρο σμυριδικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία