σμυριδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασμυριδικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη σμύριδα
- "σμυριδικός δρόμος, σμυριδική διάταξη, σμυριδικό δικαίωμα, σμυριδικό ζήτημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σμυριδικός
|