↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμυριδικός η σμυριδική το σμυριδικό
      γενική του σμυριδικού της σμυριδικής του σμυριδικού
    αιτιατική τον σμυριδικό τη σμυριδική το σμυριδικό
     κλητική σμυριδικέ σμυριδική σμυριδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμυριδικοί οι σμυριδικές τα σμυριδικά
      γενική των σμυριδικών των σμυριδικών των σμυριδικών
    αιτιατική τους σμυριδικούς τις σμυριδικές τα σμυριδικά
     κλητική σμυριδικοί σμυριδικές σμυριδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμυριδικός < σμύριδα + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

σμυριδικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με τη σμύριδα
    "σμυριδικός δρόμος, σμυριδική διάταξη, σμυριδικό δικαίωμα, σμυριδικό ζήτημα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία