σμίνθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σμίνθος | οἱ | σμίνθοι |
γενική | τοῦ | σμίνθου | τῶν | σμίνθων |
δοτική | τῷ | σμίνθῳ | τοῖς | σμίνθοις |
αιτιατική | τὸν | σμίνθον | τοὺς | σμίνθους |
κλητική ὦ! | σμίνθε | σμίνθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμίνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σμίνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σμίνθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασμίνθος, -ου αρσενικό
- ποντικός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 227 @archive.org
- άλλ' ἀρουραῖός τίς ἐστι σμίνθος ὧδ' ὑπερφυής
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 13.1, 64 @perseus.tufts.edu @wikisource
- τὰ οὖν περὶ τοὺς Τεύκρους καὶ τοὺς μύας, ἀφʼ ὧν ὁ Σμινθεύς, ἐπειδὴ σμίνθοι οἱ μύες, δεῦρο μετενεκτέον.
- ※ Σμίνθος, ο παντοίης δαιτός λίχνος, ουδέ μυάγρης δειλός, ο κακ θανάτου κέρδεα ληξόμενος (Τύλλιος Σαβίνος, Παλατινή Ανθολογία 9.410)
- Ο ποντικός, ο λαίμαργος για όλα, που δεν φοβάται ούτε την ποντικοπαγίδα, αυτός που και από τον θάνατο κέρδη έχει
- ≈ συνώνυμα: μῦς
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 227 @archive.org
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σμίνθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σμίνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.