Ένα σμάρτφον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμάρτφον < (άμεσο δάνειο) αγγλική smartphone < smart + phone

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzmaɾt.fon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμάρτ‐φον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμάρτφον ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία