↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σλαβόφωνος η σλαβόφωνη το σλαβόφωνο
      γενική του σλαβόφωνου της σλαβόφωνης του σλαβόφωνου
    αιτιατική τον σλαβόφωνο τη σλαβόφωνη το σλαβόφωνο
     κλητική σλαβόφωνε σλαβόφωνη σλαβόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σλαβόφωνοι οι σλαβόφωνες τα σλαβόφωνα
      γενική των σλαβόφωνων των σλαβόφωνων των σλαβόφωνων
    αιτιατική τους σλαβόφωνους τις σλαβόφωνες τα σλαβόφωνα
     κλητική σλαβόφωνοι σλαβόφωνες σλαβόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σλαβόφωνος < σλάβος (παλαιότερα σλαύος) + φωνή

  Επίθετο

επεξεργασία

σλαβόφωνος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία