σκορπιστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκορπιστός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skoɾ.piˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πι‐στός
Επίθετο επεξεργασία
σκορπιστός, -ή, -ό
- που σκορπίστηκε
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκορπιστός
→ δείτε τη λέξη διάσπαρτος |