σκορπαλευρού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκορπαλευρού < σκορπαλευρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skoɾ.pa.leˈvɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πα‐λευ‐ρού
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκορπαλευρού θηλυκό
- (οικείο) θηλυκό του σκορπαλευράς
- ※ ἐκτὸς ἄλλων εἶχε ρίψει μικράν τινὰ διαβολὴν εἰς ὑπήκοον τῆς πενθερᾶς της, ἐπὶ ἐλλείψει οἰκονομίας κατὰ τῆς ἀνδραδελφῆς της, καὶ τὴν εἶχε ὀνομάσει «σκορπαλευρού» […]
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Θάνατος της κόρης [διήγημα]
- ≋ ταυτόσημα: αλευροσκορπού
- ≈ συνώνυμα: σπάταλη → δείτε σπάταλος
- ※ ἐκτὸς ἄλλων εἶχε ρίψει μικράν τινὰ διαβολὴν εἰς ὑπήκοον τῆς πενθερᾶς της, ἐπὶ ἐλλείψει οἰκονομίας κατὰ τῆς ἀνδραδελφῆς της, καὶ τὴν εἶχε ὀνομάσει «σκορπαλευρού» […]
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκορπαλευράς
σκορπαλευρού
|
Πηγές επεξεργασία
- σκορπαλευράς, σκορπαλευρού σελ.6581 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)