σκορπαλευράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skoɾ.pa.leˈvɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πα‐λευ‐ράς
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκορπαλευράς αρσενικό (θηλυκό σκορπαλευρού)
- (μεταφορικά) που ξοδεύει αλόγιστα, που σπαταλάει την περιουσία του
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη σπάταλος
- → δείτε παράθεμα στο σκορπαλευρού
Ταυτόσημο επεξεργασία
- αλευροσκόρπης (θηλυκό: αλευροσκορπού)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταφορά για τη σημασία σπάταλος
|
Πηγές επεξεργασία
- σκορπαλευράς σελ.6581, ἀλευροσκόρπης σελ.235 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)