Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκορπαλευράς οι σκορπαλευράδες
      γενική του σκορπαλευρά των σκορπαλευράδων
    αιτιατική τον σκορπαλευρά τους σκορπαλευράδες
     κλητική σκορπαλευρά σκορπαλευράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκορπαλευράς < σκορπ(άω) + αλευράς < αλεύρ(ι) + -άς (κυριολεκτικά: που σκορπάει το αλεύρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skoɾ.pa.leˈvɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκορ‐πα‐λευ‐ράς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκορπαλευράς αρσενικό (θηλυκό σκορπαλευρού)

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία