σκληρόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκληρόμετρο | τα | σκληρόμετρα |
γενική | του | σκληρόμετρου & σκληρομέτρου |
των | σκληρόμετρων & σκληρομέτρων |
αιτιατική | το | σκληρόμετρο | τα | σκληρόμετρα |
κλητική | σκληρόμετρο | σκληρόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerometer < αρχαία ελληνική σκληρός + μέτρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκληρόμετρο ουδέτερο
- όργανο με το οποίο διενεργείται η σκληρομετρία / σκληρομέτρηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
- sclerometer στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκληρόμετρο