σκληρομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληρομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerometry < αρχαία ελληνική σκληρός + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκληρομετρία θηλυκό
- μέθοδος μέτρησης της σκληρότητας των σωμάτων με ειδικό όργανο, το σκληρόμετρο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σκληρομέτρηση
- σκληρομετρικός
- σκληρόμετρο
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληρομετρία