ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*σκληρόθρῐχ- σκληρότρῐχ-
ονομαστική / σκληρόθριξ οἱ/αἱ σκληρότριχες
      γενική τοῦ/τῆς σκληρότριχος τῶν σκληροτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ σκληρότριχ τοῖς/ταῖς σκληρότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν σκληρότριχ τοὺς/τὰς σκληρότριχᾰς
     κλητική ! σκληρόθριξ σκληρότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκληρότριχε
γεν-δοτ τοῖν  σκληροτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληρόθριξ < σκληρ(ός) + -ό- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκληρόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία