↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληροστένωση οι σκληροστενώσεις
      γενική της σκληροστένωσης* των σκληροστενώσεων
    αιτιατική τη σκληροστένωση τις σκληροστενώσεις
     κλητική σκληροστένωση σκληροστενώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκληροστενώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληροστένωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerostenosis < αρχαία ελληνική σκληρός + ελληνιστική κοινή στένωσις < στενόω < αρχαία ελληνική στενός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκληροστένωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία