↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκιτζίδικος η σκιτζίδικη το σκιτζίδικο
      γενική του σκιτζίδικου της σκιτζίδικης του σκιτζίδικου
    αιτιατική τον σκιτζίδικο τη σκιτζίδικη το σκιτζίδικο
     κλητική σκιτζίδικε σκιτζίδικη σκιτζίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκιτζίδικοι οι σκιτζίδικες τα σκιτζίδικα
      γενική των σκιτζίδικων των σκιτζίδικων των σκιτζίδικων
    αιτιατική τους σκιτζίδικους τις σκιτζίδικες τα σκιτζίδικα
     κλητική σκιτζίδικοι σκιτζίδικες σκιτζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιτζίδικος < σκιτζ(ής) + -ίδικος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sciˈd͡zi.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκι‐τζί‐δι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

σκιτζίδικος, -η, -ο

  • που γίνεται αδέξια, χωρίς εμπειρία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία