σκητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκητικός | η | σκητική | το | σκητικό |
γενική | του | σκητικού | της | σκητικής | του | σκητικού |
αιτιατική | τον | σκητικό | τη | σκητική | το | σκητικό |
κλητική | σκητικέ | σκητική | σκητικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκητικοί | οι | σκητικές | τα | σκητικά |
γενική | των | σκητικών | των | σκητικών | των | σκητικών |
αιτιατική | τους | σκητικούς | τις | σκητικές | τα | σκητικά |
κλητική | σκητικοί | σκητικές | σκητικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκητικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκητικός
|