Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαμνιώτικος η σκαμνιώτικη το σκαμνιώτικο
      γενική του σκαμνιώτικου της σκαμνιώτικης του σκαμνιώτικου
    αιτιατική τον σκαμνιώτικο τη σκαμνιώτικη το σκαμνιώτικο
     κλητική σκαμνιώτικε σκαμνιώτικη σκαμνιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαμνιώτικοι οι σκαμνιώτικες τα σκαμνιώτικα
      γενική των σκαμνιώτικων των σκαμνιώτικων των σκαμνιώτικων
    αιτιατική τους σκαμνιώτικους τις σκαμνιώτικες τα σκαμνιώτικα
     κλητική σκαμνιώτικοι σκαμνιώτικες σκαμνιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαμνιώτικος < Σκαμνιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skaˈmɲo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐μνιώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

σκαμνιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τη Σκαμνιά ή τους κατοίκους της

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία