Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαδιώτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκαδιώτικ
ος
η
σκαδιώτικ
η
το
σκαδιώτικ
ο
γενική
του
σκαδιώτικ
ου
της
σκαδιώτικ
ης
του
σκαδιώτικ
ου
αιτιατική
τον
σκαδιώτικ
ο
τη
σκαδιώτικ
η
το
σκαδιώτικ
ο
κλητική
σκαδιώτικ
ε
σκαδιώτικ
η
σκαδιώτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκαδιώτικ
οι
οι
σκαδιώτικ
ες
τα
σκαδιώτικ
α
γενική
των
σκαδιώτικ
ων
των
σκαδιώτικ
ων
των
σκαδιώτικ
ων
αιτιατική
τους
σκαδιώτικ
ους
τις
σκαδιώτικ
ες
τα
σκαδιώτικ
α
κλητική
σκαδιώτικ
οι
σκαδιώτικ
ες
σκαδιώτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαδιώτικος
<
Σκαδιώτ(ης)
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
σκαδιώτικος, -η, -ο
ο σχετικός με το χωριό της Νάξου
Σκαδό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαδιώτικος