Σκαδιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skaˈðʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκα‐διώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σκαδιώτης αρσενικό (θηλυκό Σκαδιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από το Σκαδό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σκαδιώτης
|