Δείτε επίσης: Σιμιτζής
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιμιτζής οι σιμιτζήδες
      γενική του σιμιτζή των σιμιτζήδων
    αιτιατική τον σιμιτζή τους σιμιτζήδες
     κλητική σιμιτζή σιμιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
σιμιτζής αρσενικό
  1. (επάγγελμα) αυτός που πουλάει σιμιγδάλι ή σιμιγδαλένια κατασκευάσματα (κουλούρια, πίτες κ.λπ.)
  2. αυτός που παρασκευάζει σιμίτια

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία