σιμιτσής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιμιτσής < (άμεσο δάνειο) τουρκική simitçi + -ς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.miˈt͡sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐μι‐τσής
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιμιτσής αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- Σιμιτσής (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιμιτσής
→ δείτε τη λέξη σιμιτζής |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Λεξικογραφικόν δελτίον, τόμος 14 (1982), Ακαδημία Αθηνών, σελ. 172)