σιελώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιελώδης | η | σιελώδης | το | σιελώδες |
γενική | του | σιελώδους | της | σιελώδους | του | σιελώδους |
αιτιατική | τον | σιελώδη | τη | σιελώδη | το | σιελώδες |
κλητική | σιελώδη(ς) | σιελώδης | σιελώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιελώδεις | οι | σιελώδεις | τα | σιελώδη |
γενική | των | σιελωδών | των | σιελωδών | των | σιελωδών |
αιτιατική | τους | σιελώδεις | τις | σιελώδεις | τα | σιελώδη |
κλητική | σιελώδεις | σιελώδεις | σιελώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.eˈlo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ε‐λώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασίασιελώδης, -ης, -ες
- άλλη μορφή του σιαλώδης
- ※ Ἀμυγδαλαῖ καὶ σταφυλαὶ καὶ σιελώδης ὕλη / κι' αὐτιὰ μὲ τύμπανα, λοβούς, κοχλίας δίχως κέρατα, / ποὺ μπαινοβγαίνουν εἰς αὐτὰ πεταλωμένοι ψύλλοι / καὶ μυίγαις κι' ἀλογόμυιγαις καὶ ἄλλα τέτοια τέρατα. (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, Μέρος Α')