Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σιδηρονικελιούχος το σιδηρονικελιούχο
      γενική του/της σιδηρονικελιούχου του σιδηρονικελιούχου
    αιτιατική τον/τη σιδηρονικελιούχο το σιδηρονικελιούχο
     κλητική σιδηρονικελιούχε σιδηρονικελιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδηρονικελιούχοι τα σιδηρονικελιούχα
      γενική των σιδηρονικελιούχων των σιδηρονικελιούχων
    αιτιατική τους/τις σιδηρονικελιούχους τα σιδηρονικελιούχα
     κλητική σιδηρονικελιούχοι σιδηρονικελιούχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηρονικελιούχος < σιδηρονικέλι(ο) + -ούχος

  Επίθετο επεξεργασία

σιδηρονικελιούχος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία