Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιβηρικός η σιβηρική το σιβηρικό
      γενική του σιβηρικού της σιβηρικής του σιβηρικού
    αιτιατική τον σιβηρικό τη σιβηρική το σιβηρικό
     κλητική σιβηρικέ σιβηρική σιβηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιβηρικοί οι σιβηρικές τα σιβηρικά
      γενική των σιβηρικών των σιβηρικών των σιβηρικών
    αιτιατική τους σιβηρικούς τις σιβηρικές τα σιβηρικά
     κλητική σιβηρικοί σιβηρικές σιβηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιβηρικός < Σιβηρία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

σιβηρικός, -ή, ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία