σηψιδακής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σηψιδακής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασηψιδακής, -ής, -ές
- (σπάνιο) (για ερπετά) που προκαλεί σήψη με το δάγκωμά του
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τοπικά, 6.2 @scaife.perseus
- Ἔτι εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται, οἷον Πλάτων ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν, ἢ τὸ φαλάγγιον σηψιδακές, ἢ τὸν μυελὸν ὀστεογενές· πᾶν γὰρ ἀσαφὲς τὸ μὴ εἰωθός.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τοπικά, 6.2 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σηψιδακής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.