→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σηψιδακής τὸ σηψιδακές
      γενική τοῦ/τῆς σηψιδακοῦς τοῦ σηψιδακοῦς
      δοτική τῷ/τῇ σηψιδακεῖ τῷ σηψιδακεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν σηψιδακ τὸ σηψιδακές
     κλητική ! σηψιδακές σηψιδακές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σηψιδακεῖς τὰ σηψιδακ
      γενική τῶν σηψιδακῶν τῶν σηψιδακῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σηψιδακέσ(ν) τοῖς σηψιδακέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς σηψιδακεῖς τὰ σηψιδακ
     κλητική ! σηψιδακεῖς σηψιδακ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σηψιδακεῖ τὼ σηψιδακεῖ
      γεν-δοτ τοῖν σηψιδακοῖν τοῖν σηψιδακοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σηψιδακής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σηψιδακής, -ής, -ές

  • (σπάνιο) (για ερπετά) που προκαλεί σήψη με το δάγκωμά του
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τοπικά, 6.2 @scaife.perseus
    Ἔτι εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται, οἷον Πλάτων ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν, ἢ τὸ φαλάγγιον σηψιδακές, ἢ τὸν μυελὸν ὀστεογενές· πᾶν γὰρ ἀσαφὲς τὸ μὴ εἰωθός.

Συγγενικά

επεξεργασία