σηψιγόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σηψιγόνος < σῆψι(ς) (σήψη) + -γόνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίασηψιγόνος
- που προκαλεί σήψη
- ※ Η διαβρωτική και ενδεχομένως σηψιγόνος επίδρασή της στους κοινωνικούς δεσμούς θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να τροποποιήσει τη λειτουργία της ίδιας της ελευθερίας. (Πολυμενέα, Ειρήνη Χρ. Βιοτρομοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, Μεταπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Διπλωματούχου Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 2014, σελ. 76 pdf)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σηψιγόνος
|