σημειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημειακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασημειακός
- που σχετίζεται ή αποτελείται από σημεία
- (ειδικότερα) που αποτελείται από ένα μόνο σημείο
- (ειδικότερα) που θεωρείται ως ένα σημείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σημειακός
|