↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερπαντίνα οι σερπαντίνες
      γενική της σερπαντίνας των σερπαντινών
    αιτιατική τη σερπαντίνα τις σερπαντίνες
     κλητική σερπαντίνα σερπαντίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερπαντίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική serpantin[1] < λατινική serpantinus
 
Δίχρωμη σερπαντίνα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σερπαντίνα θηλυκό

  • λεπτή χάρτινη κορδέλα τυλιγμένη σε καρούλι και ξετυλίγεται με φύσημα. Χρησιμοποιείται μαζί με τα κομφετί

την Αποκριά.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία