Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερμαγιά οι σερμαγιές
      γενική της σερμαγιάς των σερμαγιών
    αιτιατική τη σερμαγιά τις σερμαγιές
     κλητική σερμαγιά σερμαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερμαγιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική sermaye < περσική سرمايه (sarmāya)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σερμαγιά θηλυκό

  1. κεφάλαιο, αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης.
  2. (ναυτικός όρος) το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ελληνικού εμπορικού πλοίου, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία