σερμαγιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σερμαγιά | οι | σερμαγιές |
γενική | της | σερμαγιάς | των | σερμαγιών |
αιτιατική | τη | σερμαγιά | τις | σερμαγιές |
κλητική | σερμαγιά | σερμαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σερμαγιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική sermaye < περσική سرمايه (sarmāya)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερμαγιά θηλυκό
- κεφάλαιο, αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης.
- (ναυτικός όρος) το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ελληνικού εμπορικού πλοίου, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σερμαγιά
|