σερετιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σερετιά | οι | σερετιές |
γενική | της | σερετιάς | των | σερετιών |
αιτιατική | τη | σερετιά | τις | σερετιές |
κλητική | σερετιά | σερετιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερετιά θηλυκό
- η συμπεριφορά ή η ιδιότητα τού σερέτη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σερετιά
|