σερετιλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σερετιλίκι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | σερετιλίκι | ||
κλητική | σερετιλίκι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερετιλίκι ουδέτερο
- η ιδιότητα και συμπεριφορά τού σερέτη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σερετιλίκι
|