σεραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεραφικός < (ελληνιστική κοινή) σεραφικός < σεραφίμ (ενικός, "σεραφ"="φωτεινός", πληθ. "σεραφίμ"="φωτεινοί", τάξη αγγέλων ή είδος ουράνιων πλασμάτων κατά την Παλαιά Διαθήκη)
Επίθετο
επεξεργασίασεραφικός -ή -ό