Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σεξολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σεξολογικ
ός
η
σεξολογικ
ή
το
σεξολογικ
ό
γενική
του
σεξολογικ
ού
της
σεξολογικ
ής
του
σεξολογικ
ού
αιτιατική
τον
σεξολογικ
ό
τη
σεξολογικ
ή
το
σεξολογικ
ό
κλητική
σεξολογικ
έ
σεξολογικ
ή
σεξολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σεξολογικ
οί
οι
σεξολογικ
ές
τα
σεξολογικ
ά
γενική
των
σεξολογικ
ών
των
σεξολογικ
ών
των
σεξολογικ
ών
αιτιατική
τους
σεξολογικ
ούς
τις
σεξολογικ
ές
τα
σεξολογικ
ά
κλητική
σεξολογικ
οί
σεξολογικ
ές
σεξολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σεξολογικός
<
σεξολόγος
/
σεξολογία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
σεξολογικός, -ή, -ό
σχετικός με τη
σεξολογία
ή τον
σεξολόγο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σεξολογικός
γαλλικά
:
sexologique
(fr)