↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεμιναριακός η σεμιναριακή το σεμιναριακό
      γενική του σεμιναριακού της σεμιναριακής του σεμιναριακού
    αιτιατική τον σεμιναριακό τη σεμιναριακή το σεμιναριακό
     κλητική σεμιναριακέ σεμιναριακή σεμιναριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεμιναριακοί οι σεμιναριακές τα σεμιναριακά
      γενική των σεμιναριακών των σεμιναριακών των σεμιναριακών
    αιτιατική τους σεμιναριακούς τις σεμιναριακές τα σεμιναριακά
     κλητική σεμιναριακοί σεμιναριακές σεμιναριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεμιναριακός < σεμινάρ(ιο) + -ιακός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.mi.na.ɾi.aˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

σεμιναριακός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με σεμινάριο, αναφέρεται σ’ αυτό ή γίνεται κατά τη διάρκειά του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία