σασκίνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σασκίνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική şaşkın (έκπληκτος, μπερδεμένος) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈsci.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐σκί‐νης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασασκίνης αρσενικό
- χαζός, μπερδεμένος, σαστισμένος, ανόητος
- αδέξιος στη δουλειά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σασκίνης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .