Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρανταπεντάρης η σαρανταπεντάρα το σαρανταπεντάρικο
      γενική του σαρανταπεντάρη της σαρανταπεντάρας του σαρανταπεντάρικου
    αιτιατική τον σαρανταπεντάρη τη σαρανταπεντάρα το σαρανταπεντάρικο
     κλητική σαρανταπεντάρη σαρανταπεντάρα σαρανταπεντάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρανταπεντάρηδες οι σαρανταπεντάρες τα σαρανταπεντάρικα
      γενική των σαρανταπεντάρηδων των σαρανταπεντάρικων
    αιτιατική τους σαρανταπεντάρηδες τις σαρανταπεντάρες τα σαρανταπεντάρικα
     κλητική σαρανταπεντάρηδες σαρανταπεντάρες σαρανταπεντάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρανταπεντάρης < σαρανταπεντ(ε) + -άρης

  Επίθετο επεξεργασία

σαρανταπεντάρης, -α, -ικο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία